- τροχαϊκός
- -ή, -ό / τροχαϊκός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και κατά τον Φρύν. τροχαιϊκός, -ή, -όν, Α [τροχαῑος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τροχαίο μετρικό πόδα2. (μετρ.) αυτός που αποτελείται από τροχαίους (α. «τροχαϊκή διποδία» β. «τροχαϊκή συζυγία», Ερμογ.).επίρρ...τροχαϊκώς / τροχαϊκῶς, ΝΜΑσε τροχαϊκό μέτρο.
Dictionary of Greek. 2013.